Είστε εδώ : Αρχική > Γενικά, Θέμα, Κορονοϊός, Ο Σημαδεμένος > Πόση ανοσία μας «χαρίζει» η κάθε δόση εμβολίου

Πόση ανοσία μας «χαρίζει» η κάθε δόση εμβολίου

Με εντατικούς ρυθμούς συνεχίζονται οι εμβολιασμοί στη χώρα μας, η οποία βρίσκεται στην 10η θέση όσων έχουν πλήρως εμβολιαστεί ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε., και πάνω από το μέσο όρο των ανά ημέρα εμβολιασμένων ανά 100 κατοίκους.

 

Μόνο τη Δευτέρα σημειώθηκε «νέο ρεκόρ με 113.000 εμβολιασμούς», ενώ μέσα στον Ιούνιο, θα ξεκινήσει και ο εμβολιασμός των 18 και άνω.

Σύμφωνα με τους ειδικούς ο εμβολιασμός των νέων, βοηθά στο τείχος ανοσίας, που θεωρείται ως ένα μονοπάτι προς την πολυπόθητη κανονικότητα, καθώς τότε ο κοροναϊός δεν θα μεταδίδεται πλέον γρήγορα επειδή το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα έχει αναπτύξει αντισώματα.

 

Τι γίνεται όμως με την προσωπική ανοσία απέναντι στον φονικό ιό. Πότε και σε ποιο βαθμό την αποκτούμε και τι ρόλο παίζει το εμβόλιο και οι δόσεις που έχουμε λάβει;

 

Τι ποσοστό ανοσίας προσφέρει το κάθε εμβόλιο μετά την 1η και 2η δόση.

Τα στοιχεία από τις κλινικές μελέτες είναι δηλωτικά της υψηλής προστασίας που εξασφαλίζουν τα εμβόλια έναντι της νόσου από την πρώτη δόση. Σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα:

 

Pfizer/BionTech: Η πρώτη δόση του εμβολίου δίνει 52% ανοσία, στις επτά ημέρες από τη στιγμή του εμβολιασμού. Στις 14 ημέρες, φθάνει το 89%. Μετά από τρεις εβδομάδες, όπου γίνεται η δεύτερη δόση του εμβολίου, αποκτούμε έως και 95,3% ανοσία.

AstraZeneca: Με την πρώτη δόση του εμβολίου και σε διάστημα 21 ημερών, όποιος κάνει το εν λόγω εμβόλιο εξασφαλίζει ανοσία 70%, που φθάνει το 100% με τη δεύτερη δόση.

Moderna: Με την πρώτη δόση του εμβολίου αποκτούμε ανοσία 92% μετά από 14 ημέρες και 95% μετά τη δεύτερη δόση.

Johnson & Johnson: Με το μονοδοσικό εμβόλιο αποκτούμε 85% έως 99% ανοσία.

Πότε είμαστε «καλυμμένοι»

Πότε όμως μπορεί κάποιος που έχει εμβολιαστεί, να θεωρεί τον εαυτό του καλυμμένο;

 

Ασφάλεια υπάρχει 15 μέρες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, λέει ο Αλκιβιάδης Βατόπουλος καθηγητής μικροβιολογίας και μέλος της επιτροπής των ειδικών, ενώ σημείωσε πως είναι πολύ πιθανο να χρειαστούμε και τρίτη δόση του εμβολίου.

 

Υπενθυμίζεται ότι οπ καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Νίκος Τζανάκης ήταν σαφής: «Όποιος έχει κάνει την πρώτη δόση, ο ιός τον βρίσκει ανεμβολίαστο. Πρέπει να περάσουν τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη δόση για να έχει κάποια κάλυψη».

 

Υπενθυμίζεται ότι αντίστοιχη προειδοποίηση είχε απευθύνει και ο καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος. Αναφερόμενος, στους πολίτες που έχουν εμβολιαστεί με την πρώτη δόση χωρίς να έχουν αποκτήσει ακόμα καλή ανοσολογική απάντηση τόνισε ότι «προφανώς έχουν μια μερική προστασία όμως υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να νοσήσουν», ενώ «υπάρχει κι ένας δεύτερος κίνδυνος ότι αν κολλήσω κοροναϊό ενώ έχω μερική ανοσία, τότε την ώρα που πολλαπλασιάζεται μέσα μου ο κοροναϊός υφίσταται την πίεση της παρουσίας των αντισωμάτων που δεν είναι πολλά, αλλά υπάρχουν, οπότε είναι πολύ πιθανό μέσα μου να δημιουργηθούν μεταλλαγμένα στελέχη κοροναϊού».

 

«Άρα δεν είναι ότι δεν είμαι πλήρως προστατευμένος, είναι ότι δεν πρέπει να κολλήσω την ώρα που είμαι μερικώς εμβολιασμένος γιατί υπάρχει πιθανότητα να παράξω μέσα στον οργανισμό μου μεταλλαγμένα στελέχη κι αυτό δεν το θέλουμε» εξήγησε.

 

Τι συμβαίνει με τις παρενέργειες

Όπως όλα τα φάρμακα, έτσι και τα εμβόλια αποτελούν αντικείμενο στενής παρακολούθησης στην ΕΕ, από τη στιγμή που εγκρίνονται και κυκλοφορούν στην αγορά.

 

Από στατιστική άποψη, οι παρενέργειες είναι σπάνιες ή πολύ σπάνιες.

 

Σύμφωνα με τον Γιάννη Ιωαννίδη Καθ. Παθολογίας, Επιδημιολογίας και Πληθυσμιακής Υγείας παν. «Stanford», «ο κίνδυνος με βάση όσα ξέρουμε ως τώρα, για ένα εμβόλιο όπως της Pfizer ή της Moderna είναι ο κίνδυνος να πας μια φορά από την Αθήνα στην Κόρινθο, με το αυτοκίνητο. Για το εμβόλιο της AstraZeneca είναι ο κίνδυνος να πας από την Αθήνα ως την Αλεξανδρούπολη. Έχω μικρή ως μέτρια επιφύλαξη για άτομα νεώτερα και κυρίως γυναίκες. Γι αυτόν τον πληθυσμό ο κίνδυνος είναι να πας με το αυτοκίνητο από την Αθήνα ως την Βιέννη. Θα θέσουμε ένα όριο γύρω στα 50, αν έχουν την επιλογή να κάνουν ένα άλλο εμβόλιο, μάλλον θα διάλεγα άλλο εμβόλιο».

 

«Για το εμβόλιο της Johnson έχουμε λιγότερα δεδομένα, η εικόνα που έχουμε για τον κίνδυνο είναι αντίστοιχη του να πεθάνεις πηγαίνοντας από την Αθήνα στη Λαμία με το αυτοκίνητο. Αυτές οι εκτιμήσεις έχουν αρκετή αβεβαιότητα, αλλά θα έλεγα ότι είναι ένα εμβόλιο που μπορεί να κάνεις κανεί χωρίς να φοβηθεί».

Για τις θρομβώσεις

Το σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από θρομβοπενία (χαμηλά αιμοπετάλια) και σχηματισμό θρόμβων, παρουσιάζεται πέντε έως 24 μέρες μετά τον εμβολιασμό με εμβόλια έναντι του κοροναϊού που είχαν ως φορέα αδενοϊό.

 

Τα νέα δεδομένα που συνόψισαν καθηγητές του ΕΚΠΑ, αφορούν τρεις ανεξάρτητες περιγραφές 39 ατόμων με αυτό το σύνδρομο που ήταν υγιή, και πολύ λίγοι είχαν γνωστό ιστορικό προηγούμενο θρόμβωσης ή προθρομβωτικής διάθεσης.

 

Οι περισσότεροι ασθενείς σε αυτές τις αναφορές ήταν γυναίκες ηλικίας κάτω των 50 ετών, και μερικές λάμβαναν και οιστρογόνα. Έχει ενδιαφέρον ότι οι θρομβώσεις διαπιστώθηκαν συχνά σε ασυνήθεις περιοχές όπως οι εγκεφαλικές φλέβες, οι ηπατικές φλέβες η σπληνική και η πυλαία φλέβα (αλλά και οι φλέβες των κάτω άκρων και πνευμονικές φλέβες) . Από τον εργαστηριακό έλεγχο σε αυτές τις περιπτώσεις διαπιστώθηκαν χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων, υψηλά επίπεδα D-Dimers (προϊόντα αποδόμησης των θρόμβων) και μείωση του ινωδογόνου, δηλαδή ευρήματα συμβατά με μια γενικευμένη και μη ελεγχόμενη ενεργοποίηση του μηχανισμού της πήξης.

 

Οι διάμεσοι αριθμοί αιμοπεταλίων κατά τη διάγνωση του συνδρόμου ήταν περίπου 20.000 έως 30.000 ανά κυβικό χιλιοστόμετρο (φυσιολογικά είναι πάνω από 150.000). Περίπου το 40% των ασθενών πέθανε, μερικοί από ισχαιμική εγκεφαλική βλάβη, υπερκείμενη αιμορραγία ή και τις δύο καταστάσεις, συχνά μετά από χορήγηση αντιπηκτικών. Αυτός ο συνδυασμός θρόμβωσης και θρομβοπενίας οδήγησε αρχικά στη διάγνωση της προκαλούμενης από ηπαρίνη θρομβοπενίας, ένα σύνδρομο που αναπτύσσεται μετά από χορήγηση ηπαρίνης (ενός αντιπηκτικού που χρησιμοποιείται ευρέως), όμως, κανένας από τους ασθενείς δεν είχε γνωστή έκθεση στην ηπαρίνη πριν από την έναρξη της νόσου.

Πηγή:in.gr

Στείλτο :

Τα σχόλια στο συγκεκριμένο άρθρο είναι κλειστά.