Τα «Καχύποπτα μυαλά» είναι ένα πρίκουελ του Stranger Things, μιας από τις καλύτερες τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων αρκετών χρόνων — και ήδη μίας σειράς που έχει σπάσει πολλά ρεκόρ. Δεν κρύβουμε πως την αγαπάμε με μανία, και πως ο τέταρτος κύκλος είναι ο πιο αγαπημένος μας μετά τον πρώτο.
Η Τέρι, μαζί με τους φίλους και συμφοιτητές της, θα πάρουν μέρος εθελοντικά σε αυτά τα πειράματα, αποδεχόμενοι να ερευνήσουν τα όρια της συνείδησής τους ενώ ο δρ Μπρένερ και οι συνεργάτες τους θα τους χορηγούν LSD υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, διαφορετικές για τον καθένα τους. Τα αποτελέσματα θα είναι πράγματι συνταρακτικά για όλους τους, και αναπάντεχα. Θα δουν ότι μπορούν να βρεθούν σε άλλα μέρη, μέρη σκοτεινά και «ανάποδα», που στις σκιές τους σέρνονται κακόβουλες υπάρξεις, τέρατα, ενώ θα αναπτύξουν και ιδιαίτερες «υπερδυνάμεις» που ολοένα και θα μεγαλώνουν.
Ακόμη πιο θεαματικές υπερδυνάμεις, όμως, έχει ήδη αναπτύξει ένα πεντάχρονο κοριτσάκι που βρίσκεται έγκλειστο στο Εργαστήριο: ένα παιδί χωρίς γονείς, χωρίς φίλους, και χωρίς τη δυνατότητα να βγει από εκεί μέσα. Ο μόνος που ξέρει, και ο μόνος στον οποίο υπακούει, είναι ο Μπαμπάς — που βέβαια δεν είναι άλλος από τον δρα Μπρένερ.
Όταν η Τέρι θα ανακαλύψει το κοριτσάκι, θα θελήσει να το βγάλει από εκεί μέσα, πάση θυσία. Να το σώσει. Ειδικά όταν καταλάβει πως και το ίδιο είναι υποκείμενο σκληρών τεστ, πειραμάτων που σκοπό έχουν να το μετατρέψουν σε «υπερόπλο». Άλλωστε, παρόμοια πειράματα, μαθαίνουμε, κάνουν και οι Ρώσοι, από την άλλη μεριά του Παραπετάσματος. Όμως η απόπειρά της αυτή θα σταθεί πάρα πολύ δύσκολη. Πόσο δε μάλλον όταν η ίδια θα μείνει έγκυος, και θα μπει, έτσι, για τα καλά στο στόχαστρο του δρα Μπρένερ, που πια δεν θα θέλει να πειραματιστεί μόνο με την ίδια, αλλά και με το παιδί που θα φέρει σε λίγους μήνες στον κόσμο.
Και όλοι ξέρουμε ποιο θα είναι αυτό το παιδί, και τι δυνάμεις θα έχει…
Τόσο η Τέρι Άιβς όσο και οι φίλοι της είναι πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, και θα μπορούσαν εύκολα να πρωταγωνιστήσουν σε μία τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου. Και η ίδια η εποχή όμως, επαναλαμβάνουμε, είναι σημαντική: από τη μία έχουμε τον πόλεμο του Βιετνάμ και τις αντιδράσεις του κόσμου, αλλά και πραγματικά πειράματα της κυβέρνησης με παραισθησιογόνα, και από την άλλη έχουμε μια ποπ κουλτούρα που δεν έχει πάψει έκτοτε να μας επηρεάζει όλους. Οι αναφορές είναι εκτεταμένες αναφορικά με το Βιετνάμ, και πολύ χαρακτηριστικές σχετικά με τη μουσική και τα κόμικς της εποχής, από τους Beatles ώς τους X-Men.
Ωραίο βιβλίο, που θα γοητεύσει τους φαν της σειράς, ενώ μπορεί να χρησιμεύσει και σαν εισαγωγή σε όποιον τυχόν δεν την έχει δει. Κι αν λείπουν —εξ ορισμού— από ένα πρίκουελ οι χαρακτήρες που έχουμε αγαπήσει, κανένα πρόβλημα: θα συνεχίσουμε την ανάγνωση με το δεύτερο επίσημο Stranger Things μυθιστόρημα, πάλι από τις ίδιες εκδόσεις και πάλι με τον ίδιο, εξαίρετο, μεταφραστή, τον Τάκη Δρεπανιώτη, το «Σκοτάδι στην άκρη της πόλης» του Adam Christopher, στο οποίο ο αρχηγός της αστυνομίας του Χόκινς, ο σερίφης Τζιμ Χόπερ, αποκαλύπτει στην Ιλέβεν μυστικά από την παλιά ζωή του, όταν ήταν ντετέκτιβ της αστυνομίας στη Νέα Υόρκη. Άλλο ύφος, άλλο στιλ, άλλο πρίκουελ — περισσότερα 70s!
* * *
Κλείνουμε με ένα μικρό απόσπασμα από το εναρκτήριο κεφάλαιο του βιβλίου:
ΙΟΥΛΙΟΣ 1969 — Εθνικό Εργαστήριο Χόκινς — Χόκινς, Ιντιάνα
Ο άντρας που οδηγούσε ένα αστραφτερό μαύρο αυτοκίνητο στον ολόισιο δρόμο της Ιντιάνας σταμάτησε μόλις έφτασε σε μια πύλη με συρματόπλεγμα και την ταμπέλα ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ. Ο σκοπός στο φυλάκιο του έριξε μια ματιά από το παράθυρο, τσεκάρισε την πινακίδα κυκλοφορίας και του έκανε νόημα να περάσει. Ήταν φανερό ότι στο εργαστήριο περίμεναν ήδη την άφιξή του. Ίσως μάλιστα είχαν ήδη ακολουθήσει τις οδηγίες και τις προδιαγραφές που τους είχε στείλει από πριν για να προετοιμάσουν τον καινούργιο τομέα του.
Στο επόμενο φυλάκιο, κατέβασε το παράθυρο για να δώσει την ταυτότητά του στον στρατιώτη που εκτελούσε χρέη αστυνομικού. Ο στρατιώτης εξέτασε την πινακίδα του αυτοκινήτου κι απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Οι άνθρωποι συνήθως δεν τον κοίταζαν κατάματα. Εκείνος, από την άλλη, είχε τεράστιο ενδιαφέρον για καινούργιες γνωριμίες, τουλάχιστον καταρχήν — μια εκτίμηση γρήγορη σαν μόνο μία σκέψη και ταξινόμηση: κατά φύλο, ύψος, βάρος, φυλετική προέλευση και, από τα στοιχεία αυτά, μια μαντεψιά για την ευφυΐα τους μαζί με το πιο σημαντικό από όλα: μια εκτίμηση για τις δυνατότητές τους. Μετά από αυτό, το τελευταίο, σχεδόν όλοι έπαυαν να είναι πολύ ενδιαφέροντες. Όμως δεν τα παρατούσε ποτέ. Η παρατήρηση, η εκτίμηση ήταν δεύτερη φύση του, κρίσιμο στοιχείο της δουλειάς του. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν κάτι που να τον ενδιαφέρει, όμως όσοι είχαν… Αυτοί ήταν ο λόγος που βρισκόταν σε εκείνο το μέρος.
Ήταν εύκολο να μετρήσει αυτόν τον στρατιώτη: άντρας, ύψος 1,73, βάρος 80 κιλά, λευκός, μέση ευφυΐα, δυναμικό… ικανοποιημένος να κάθεται σε ένα φυλάκιο και να ελέγχει ταυτότητες, με το ατομικό του όπλο στη θήκη, μάλλον αμεταχείριστο από πάντα.
«Καλωσορίσατε, κ. Μάρτιν Μπρένερ», είπε τελικά ο στρατιώτης, κοιτάζοντας με το ένα μάτι τον άντρα και το άλλο την πλαστική κάρτα.
Ήταν αστείο που η ταυτότητά του περιείχε κάποιες από τις πληροφορίες που θα ήθελε να γνώριζε ο Μπρένερ αν παρατηρούσε τον εαυτό του: άντρας, ύψος 1,85, βάρος 90 κιλά, λευκός. Τα υπόλοιπα: IQ ιδιοφυΐας, δυναμικό… απεριόριστο.
«Μας είπαν να σας περιμένουμε», πρόσθεσε ο στρατιώτης.
«Δρ Μπρένερ», τον διόρθωσε ήρεμα.
Η ματιά που εξακολουθούσε να μην επικεντρώνεται στον Μπρένερ στράφηκε στο πίσω κάθισμα, όπου το πεντάχρονο υποκείμενο Οκτώ κοιμόταν κουλουριασμένο πάνω στην πόρτα. Τα χέρια της ήταν σφιγμένα σε γροθιές κάτω από το μικρό της σαγόνι. Είχε αποφασίσει να επιβλέψει ο ίδιος τη μεταφορά της στις νέες εγκαταστάσεις.
«Ναι, δρ Μπρένερ», είπε ο σκοπός. «Ποιο είναι το κορίτσι; Η κόρη σας;»
Η επιφύλαξή του ήταν ολοφάνερη. Η επιδερμίδα της Οκτώ ήταν μια πλούσια απόχρωση του καφέ σε αντίθεση με τη χλομή γαλακτερή δική του, πράγμα που δεν σήμαινε βέβαια τίποτα όπως θα μπορούσε να πει στον άντρα ο Μπρένερ. Όμως δεν ήταν δουλειά εκείνου του ανθρώπου και, άλλωστε, δεν έκανε λάθος. Ο Μπρένερ δεν ήταν πατέρας κανενός. Πατρική φιγούρα, ναι. Αλλά μέχρι εκεί. […] Έβαλε μπροστά και συνέχισε.
Η Οκτώ συνέχισε να κοιμάται και όταν εκείνος βγήκε και πλησίασε την πόρτα της. Άνοιξε απαλά, με το χέρι στην πλάτη της ώστε να μην κουβαριαστεί στο έδαφος του πάρκινγκ. Για ασφάλεια στο ταξίδι την είχε ναρκώσει. Ήταν υπερπολύτιμα χρήσιμη για να την αφήσει σε άλλους ανθρώπους. Ως τότε, οι ικανότητες των άλλων υποκειμένων είχαν αποδειχτεί… απογοητευτικές.
«Οκτώ». Έσκυψε δίπλα της και την κούνησε απαλά από τους ώμους.
Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι του, κρατώντας τα μάτια σφαλιστά. «Κάλι», μουρμούρισε.
Το πραγματικό της όνομα. Επέμενε στο όνομά της. Συνήθως δεν της έκανε τη χάρη, αλλά σήμερα ήταν ειδική περίπτωση.
«Κάλι, ξύπνα», είπε. «Φτάσαμε σπίτι».
Τα μάτια της έπαιξαν και τα φώτισε μια σπίθα. Είχε καταλάβει λάθος.
«Το νέο σπίτι σου», πρόσθεσε.
Η σπίθα έσβησε.
«Θα σου αρέσει εδώ». Τη βοήθησε να ανακαθίσει και την έσπρωξε απαλά μπροστά. Της έτεινε το χέρι του. «Ο Μπαμπάς θέλει τώρα να μπεις μέσα περπατώντας, σαν μεγάλο κορίτσι, και μετά μπορείς να πας πάλι για ύπνο».
Πηγή:Athensvoice